κωνοτομώ

κωνοτομώ
κωνοτομῶ, -έω (Α)
κατασκευάζω κάτι με κωνικές τομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνο-ς + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. καρα-τομώ, υλο-τομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”